- ιδιοσυγκρισία
- ἰδιοσυγκρισία, ἡ (Α) [ιδιοσύγκριτος]η ιδιοσυγκρασία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰδιοσυγκρισίας — ἰδιοσυγκρισίᾱς , ἰδιοσυγκρισία peculiar temperament fem acc pl ἰδιοσυγκρισίᾱς , ἰδιοσυγκρισία peculiar temperament fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιοσυγκρισίαι — ἰδιοσυγκρισίᾱͅ , ἰδιοσυγκρισία peculiar temperament fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιοσυγκρισίαν — ἰδιοσυγκρισίᾱν , ἰδιοσυγκρισία peculiar temperament fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιοσυγκρισιῶν — ἰδιοσυγκρισία peculiar temperament fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιοσυγκρισίαις — ἰδιοσυγκρισία peculiar temperament fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιδιο- — α συνθετικό λέξεων που σημαίνει: α) ιδιαιτερότητα («ιδιόμορφος», «ιδιοφυής») β) χωριστή, μεμονωμένη κατάσταση («ιδιόλεκτος», «ιδιόγλωσσος») γ) κτήση («ιδιοκτήτης», «ιδιόβουλος») δ) αυτενέργεια ή το αποτέλεσμά της («ιδιόγραφος», «ιδιόχειρος») βλ.… … Dictionary of Greek